καψερός

καψερός
-ή, -ό (Μ καψερός, -ή, -όν)
νεοελλ.
(και ως έκφρ. οίκτου) δυστυχής, ταλαίπωρος, φουκαράς («τή λυπάμαι την καψερή τη γυναίκα»)
μσν.
θερμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάψα (II) + κατάλ. -ερός (πρβλ. φαρμακ-ερός, χλο-ερός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καψερός — ή, ό καημένος, κακόμοιρος: Τραυματίστηκε το καψερό το παιδί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καψούρης — ο 1. καψερός* 2. σφοδρά ερωτευμένος που δεν βρίσκει ανάλογη ανταπόκριση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάψα (II) «σφοδρή επιθυμία» + κατάλ. ούρης (πρβλ. ανακατωσ ούρης, μουρμ ούρης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”